- κλωβίον
- κλωβίον, το (Μ)βλ. κλουβί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλωβίον — small cage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλωβίοις — κλωβίον small cage neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλουβί — Μικρός χώρος για τη διαβίωση πτηνών ή ζώων, μικρού ή μεγάλου μεγέθους, φορητό ή μόνιμο, περιφραγμένο από σύρματα ή ξύλινα ή σιδερένια κιγκλιδώματα. Η κατασκευή του κ., απλή ή ισχυρή, εξαρτάται από το μέγεθος του ζώου για το οποίο προορίζεται. Για … Dictionary of Greek
κλωβός — ο (AM κλωβός) κλουβί νεοελλ. 1. καθετί που μοιάζει με κλουβί 2. (ηλεκτρολ.) τύπος περιέλιξης τού επαγωγίμου σε έναν ασύγχρονο τριφασικό κινητήρα 3. φρ. α) (ηλεκτρολ.) «κλωβός τού Φάραντεϋ» μεταλλικό περίβλημα κατασκευασμένο από μεταλλικό έλασμα ή … Dictionary of Greek
προκυπτικός — ή, όν, Μ [προκύπτιον] φρ. «προκυπτικὸν κλωβίον» το προκύπτιον* … Dictionary of Greek